Δομικη Οστεοπαθητικη
Δομική Οστεοπαθητική
Η Δομική Οστεοπαθητική αποτελεί τον πιο γνωστό κλάδο της επιστήμης της Οστεοπαθητικής. Δίνει έμφαση στη διάγνωση και τη θεραπεία των δυσλειτουργιών του μυοσκελετικού συστήματος. Περιορισμοί στο μυοσκελετικό σύστημα μπορεί να προέρχονται από διάφορες δομές και ιστούς και να λάβουν μορφή δυσλειτουργίας των οστών, των αρθρώσεων, ένταση των μυών και ινώσεις, συμφύσεις κ.λπ.
Με βάση συγκεκριμένες αρχές, η δομική Οστεοπαθητική αναγνωρίζει τη σημασία της αλληλεξάρτησης μεταξύ της δομής του σώματος και της λειτουργίας του. Μια δυσλειτουργία μιας άρθρωσης ή ιστού, που γενικά χαρακτηρίζεται από μείωση της κινητικότητας και της σταθερότητας, θα επηρεάσει τη βιομηχανική και τη συνολική λειτουργία της περιοχής. Με το χρόνο, η αυξημένη τάση που προκύπτει από τη μεταβολή της λειτουργίας θα προκαλέσει σταδιακά έναν περιορισμό της αντισταθμιστικής δομής που συνήθως συνοδεύεται από προσαρμογές και σε άλλη περιοχή.
Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται στη δομική οστεοπάθεια είναι συνήθως υψηλής ταχύτητας μικρού εύρους HVLA στη ΣΣ και τα άκρα, καθώς και τεχνικές κινητοποίησης των αρθρώσεων και των μαλακών μορίων. Η εφαρμογή μπορεί να είναι έντονη ή ήπια ανάλογα με το πρόβλημα. Η δομική Οστεοπαθητική συνήθως επικεντρώνεται στην ελαστικότητα των μυών και στην ευκαμψία των αρθρώσεων. Οι Οστεοπαθητικοί μπορούν να επανατοποθετήσουν τις αρθρώσεις χρησιμοποιώντας τεχνικές χειρισμού με αποτέλεσμα την ταχύτερη επιστροφή στην τακτική κίνηση και δραστηριότητα. Ορισμένες χρόνιες αθλητικές βλάβες απαιτούν βαθύτερη «απελευθέρωση» αλλά γενικά οι περισσότερες τεχνικές εκτελούνται απαλά. Αν και οι πιο ευγενείς τεχνικές ακόμη μπορεί να είναι επώδυνες εάν στην περιοχή υπάρχει φλεγμονή ή ευερεθιστότητα.
Οι τρεις κύριες κατηγορίες των τεχνικών είναι α. οι άμεσες, β. οι έμμεσες και γ. αυτές που είναι συνδυασμός των δύο. Οι άμεσες τεχνικές εφαρμόζονται για τη βελτίωση της μικροκυκλοφορίας στην περιοχή βλάβης, μέσω της κινητοποίησης των ιστών, δεδομένου ότι ενεργοποιούν την ινοβλαστική δραστηριότητα μέσω της μηχανικής παραμόρφωσης,. Έχει αποδειχθεί ότι οι ινοβλάστες αντιδρούν στο στρες εκκρίνοντας αντιφλεγμονώδη χημικά, κυτοκίνες και αυξητικούς παράγοντες, επιταχύνοντας τη διαδικασία επούλωσης και την αγγειογέννεση. Οι έμμεσες χρησιμοποιούνται λόγω της έντασης των συμπτωμάτων και του περιορισμού στο εύρος κίνησης της άρθρωσης. Οι τεχνικές αυτές εφαρμόζονται στη κατεύθυνση «ευκολίας» κίνησης της άρθρωσης, διεγείροντας τους περιτονιακούς μηχανοϋποδοχείς και τη δραστηριότητα του ΚΝΣ απομακρύνοντας, την τάση από το σημείο περιορισμού.
Οι έμμεσες τεχνικές λόγω του ότι μειώνουν την τάση στους ιστούς, θεωρούνται λιγότερο στρεσσογόνες και δεν υπάρχουν αναφορές για τραυματισμούς μετά από τη χρήση τους. Στόχος όλων των τεχνικών, είναι η μεταβίβαση του μηχανικού ερεθίσματος στους ιστούς ή την περιοχή δυσλειτουργίας, για την μεταβολή της κυτταρικής λειτουργίας με την πυροδότηση της ινοβλαστικής δραστηριότητας. Οι ινοβλάστες αντιδρούν άμεσα με πολλαπλασιασμό και ανάπτυξη κοκκιώδους ιστού στην περιοχή βλάβης παρέχοντας δομική ακεραιότητα.
Ο ρόλος του Οστεοπαθητικού δεν είναι μόνο η διάγνωση και η θεραπεία της τοπικής δυσλειτουργίας στη δομή που προκαλεί πόνο, αλλά να ερευνήσει για οποιεσδήποτε προσαρμογές στο μυοσκελετικό σύστημα που προκύπτουν από προηγούμενους τραυματισμούς. Μόλις θεραπευθεί η αιτία της δυσλειτουργίας και της αντιστάθμισης και αποκατασταθεί η φυσιολογική βιομηχανική, το σώμα έχει τη δυνατότητα να θεραπευθεί από μόνο του.
Η δομική Οστεοπαθητική εφαρμόζεται σε όλες τις μορφές μυοσκελετικής δυσλειτουργίας αλλά και σε άλλες καταστάσεις όπως:
- Πόνο στις αρθρώσεις
- Οσφυαλγία
- Ισχιαλγία
- Μυϊκό σπασμό
- Νευραλγία
- Ινομυαλγία
- Ρευματικό πόνο
- Αθλητικές κακώσεις
- Οστεοαρθρίτιδα
- Μηχανικό πόνο στον αυχένα
- Κεφαλαλγία / ημικρανία
- Παγωμένο ώμο
- Επικονδυλίτιδα κ.α.